ΕΧΕΙ ΠΛΑΚΑ ...ΑΠΟ ΔΥΟ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΕΣ Κάντε κλικ >
....Βαρεμένος
σε Γιακουμάτο: Όταν μιλάω θα κλείνεις το στόμα σου
ΕΧΕΙ ΠΛΑΚΑ ...ΑΠΟ ΔΥΟ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΕΣ Κάντε κλικ >
....Βαρεμένος
σε Γιακουμάτο: Όταν μιλάω θα κλείνεις το στόμα σου
_______________________
ΠΟΥ ΠΑΜΕ ΩΣ BLOGGERS;
Νέες τεχνολογίες, νέα δημοσιογραφία
par Marie Benilde LE MONDE DIPLOMATIQUE
ΑΡΘΡΟ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ ΚΑΙ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ!
Ενώ οι απολύσεις στον τύπο συνεχίζονται, οι ενημερωτικές δικτυακές πύλες αυξάνουν την επισκεψιμότητά τους και, αντίστοιχα, το μερίδιό τους στη διαφημιστική πίτα. Όμως ο πολλαπλασιασμός των διαύλων δεν ευνοεί πάντα τον πλουραλισμό. Έτσι, η κυρίαρχη μορφή δημοσιογραφίας αναδύεται και στο Διαδίκτυο : Περισσότερο ανακυκλώνει την πληροφορία παρά την παράγει πρωτογενώς. Και ανταμείβει, απλώς, την τεχνική κατάρτιση των συντακτών και όχι το φιλοπερίεργο πνεύμα.
Αξίζει να ακούσει κανείς με προσοχή τον βουλευτή της περιφέρειας Ο-Ντε-Σεν, Φρεντερίκ Λεφέμπρ. Ο εν λόγω εκπρόσωπος του κυβερνώντος κόμματος Ένωση για Ένα Λαϊκό Κίνημα (UMP) απηχεί τις απόψεις της πλειονότητας αναφορικά με τον ρόλο των μέσων ενημέρωσης. Η μήνυση που κατέθεσε εναντίον του ειδησεογραφικού πρακτορείου Agence France-Presse (AFP) -ένοχο, κατά τη γνώμη του, επειδή δεν μετέδωσε την είδηση ότι η Σεγκολέν Ρουαγιάλ καταδικάστηκε σε υπόθεση εργασιακού δικαίου- είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο η εξουσία αντιλαμβάνεται την επιρροή που ασκούν τα νέα μέσα ενημέρωσης.
Θα πίστευε, λοιπόν, κανείς ότι το AFP δημιουργεί πρόβλημα αφού δεν διαχέει τις επίσημες θέσεις του κόμματός του. Κι αυτό, όχι τόσο εξαιτίας της σημαντικής θέσης του συγκεκριμένου πρακτορείου μεταξύ των κατεστημένων μέσων, όσο λόγω της δυνατότητάς του να τροφοδοτεί με περιεχόμενο τις μεγάλες δικτυακές πύλες. Όπως εκτιμά ο Λεφέμπρ : « Το AFP δίνει τη "γραμμή" σε Yahoo και Orange, τα οποία, με τη σειρά τους, μεταδίδουν την πληροφορία σε όλους τους Γάλλους που μπαίνουν στο Ιντερνετ ». [1]
Πράγματι, οι πύλες των Yahoo, Orange και Google συγκαταλέγονται μεταξύ των ενημερωτικών ιστότοπων με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα στη Γαλλία, μαζί με τις δικτυακές εκδόσεις των δύο εφημερίδων « Le Monde » και « Figaro ».
Τα παραπάνω μέσα, τα οποία είτε γεννήθηκαν στον κυβερνοχώρο είτε προήλθαν από τις τηλεπικοινωνίες, χαρακτηρίζονται από την εξής ιδιομορφία : αντλούν ειδήσεις από άλλες ενημερωτικές ιστοσελίδες και επείγοντα τηλεγραφήματα από τα ειδησεογραφικά πρακτορεία.
Αντίθετα, στις ιστοσελίδες των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης απασχολούνται συντάκτες επιφορτισμένοι με την παραγωγή πρωτογενών άρθρων. Επομένως, τα νέα μέσα δεν ακολουθούν συγκεκριμένη πολιτική στις ανταποκρίσεις τους.
Για να συμπεριλάβει καθημερινά στην ύλη της πολιτική συνέντευξη, η ιστοσελίδα Orange.fr βασίζεται, από τις αρχές του περασμένου Ιουνίου, στους δημοσιογράφους της εφημερίδας « Figaro », ιδιοκτησίας του γερουσιαστή του UMP Σερζ Ντασό. Όσο για τις συνεντεύξεις εργοδοτών ή διαφόρων παραγόντων της οικονομίας, η πύλη συνεργάζεται με τον ραδιοφωνικό σταθμό « Radio Classique », ιδιοκτησία του βιομήχανου Μπερνάρ Αρνό. [2]
Οι τριπλές υπηρεσίες
Στην αρχική σελίδα της, όπου συμπεριλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με υπηρεσίες, σπορ ή δραστηριότητες αναψυχής, η στήλη « Επικαιρότητα » παραχωρείται στο AFP και οι περιηγητές του Διαδικτύου προσκαλούνται να εκφέρουν τη δική τους γνώμη διαμέσου των ηλεκτρονικών φόρουμ. Επωφελούμενη από τον κύκλο εργασιών της ισχυρής μητρικής εταιρείας France Telecom (54 δισ. ευρώ), η Orange αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο ως αυτοδύναμο μέσο. Ο όμιλος έχει αποκτήσει, λοιπόν, μερίδιο των δικαιωμάτων αναμετάδοσης του γαλλικού ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος. Επίσης, αγόρασε τα δικαιώματα πρώτης προβολής ταινιών των εταιρειών Gaumont και Warner, καθώς και τηλεοπτικών σειρών του αμερικανικού δικτύου Home Box Office.
Χάρη στις παραπάνω συμφωνίες, από το φθινόπωρο θα προσφέρει ένα πακέτο έξι καναλιών τα οποία θα προβάλλουν αποκλειστικά κινηματογραφικά έργα και τηλεοπτικές σειρές. Εξάλλου, από τις 2 Ιουλίου, διανέμει ένα άλλο πακέτο εξήντα δορυφορικών τηλεοπτικών σταθμών, ανταγωνιστικό του Canalsat που εντάσσεται στον όμιλο Canal+. Η εδραίωση του νέου κολοσσού, τα έσοδα του οποίου προέρχονται από τη διαφήμιση και, ταυτόχρονα, από τις συνδρομητικές εισφορές των υπηρεσιών « triple play » (Ίντερνετ, τηλεφωνία, τηλεόραση), είναι ενδεικτική της μεταμόρφωσης των μέσων στην ψηφιακή εποχή. Έτσι, τα παραδοσιακά μέσα προσδοκούν να ανακάμψουν χρησιμοποιώντας το μοντέλο της παροχής ποικίλου περιεχομένου (RSS) προς πολλαπλούς διαύλους. Για παράδειγμα, στον όμιλο TF1, υπό τη νέα διεύθυνση του Ζαν -Κλοντ Ντασιέ, επικεφαλής του ειδησεογραφικού τμήματος, οι συντακτικές ομάδες του καναλιού TF1, του καναλιού συνεχούς ενημέρωσης LCI και της δικτυακής πύλης LCI.fr θα συνενωθούν -στόχος είναι να τροφοδοτούν από κοινού με εικόνες και παραγωγές μία ενιαία πλατφόρμα από την οποία θα αντλούν περιεχόμενο όλοι οι δίαυλοι.
Ο όμιλος Lagardere δημιουργεί το παράρτημα Lagardere News, ένα « νέο εργοστάσιο πληροφοριών » κατά τους ιθύνοντες, το οποίο θα συμπεριλάβει το σύνολο των συντακτικών του ομάδων και των ιστοσελίδων του. Οι ενώσεις των δημοσιογράφων του ομίλου Lagardere επισημαίνουν ήδη « τον κίνδυνο απώλειας της ταυτότητας του κάθε τίτλου » στο όνομα της επαύξησης της κερδοφορίας και εις βάρος της ποιότητας της ενημέρωσης. [3]
Η παροχή ποικίλου περιεχομένου (RSS), ιδίως βίντεο, προσελκύει αναμφίβολα μεγαλύτερη μερίδα του κοινού. Έτσι, νομιμοποιείται ως αναγκαία για την υλοποίηση οικονομιών κλίμακας, σε μια περίοδο, μάλιστα, που η έκρηξη των διαφημιστικών εσόδων στο Διαδίκτυο δεν αντισταθμίζει ακόμη τουλάχιστον τη ζημία στα παραδοσιακά μέσα.
Με ποιο τίμημα όμως ; Όσο πλησιάζει η Συνδιάσκεψη του Τύπου, η οποία θα διοργανωθεί μέσα στο φθινόπωρο, όπως ανακοίνωσε η Κριστίν Αλμπανέλ, εδραιώνεται ένα νέο πρότυπο δημοσιογράφου ; [4] Ο επαγγελματίας του κλάδου της ενημέρωσης μεταλλάσσεται σε εργαζόμενο « πολλαπλών μέσων » και « πολλαπλών καθηκόντων ». [5]
Χρησιμοποιώντας στυλό ή πληκτρολόγιο, μικρόφωνο ή κάμερα, « παράγει περιεχόμενο », δηλαδή μία γκάμα προϊόντων εκ των οποίων αυξανόμενο μερίδιο είναι προσβάσιμο δωρεάν. Επίσης, οφείλει, πλέον, να ενθαρρύνει, να εμπλουτίζει και να επαληθεύει τη διαδραστική ροή πληροφοριών και απόψεων των χρηστών του Διαδικτύου.
Νέοι με προσόντα
Στο μέλλον, ο επιδέξιος χειρισμός της ψηφιακής κάμερας, η χρήση των εργαλείων του μοντάζ και η ικανότητα συντονισμού μιας δημόσιας τηλεοπτικής συζήτησης, θα βαραίνουν περισσότερο από τη σε βάθος γνώση ορισμένων τομέων ή από την έφεση στην ερευνητική δημοσιογραφία. Πολλοί διευθυντές ζητούν ήδη από τους δημοσιογράφους να συνεισφέρουν στη δικτυακή έκδοση με δική τους ηχητική επένδυση, βίντεο ή αποκλειστικές πληροφορίες με πενιχρή ανταμοιβή (από 48 έως 68 ευρώ μηνιαίως στην « Parisien-Aujourd’hui en France ») ή ακόμη και αμισθί (όπως στην « Ouest-France »).
Μήπως έχουμε διαβεί ένα νέο κατώφλι στην άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος ;
Το ζητούμενο φαίνεται να είναι η θεμελίωση μιας νέας σχέσης με το ακροατήριο, λαμβάνοντας υπόψη την άποψη του χρήστη των μέσων, η οποία μέχρι πρόσφατα αγνοούνταν. Η κάθετη θεώρηση της επικοινωνίας, όπου μία αυθεντία διαχέει τη γνώση έχοντας σχεδόν αποκλειστική πρόσβαση στις πηγές (πρακτορεία τύπου, θεσμοί), υποκαθίσταται από τη « δημοσιογραφία της συζήτησης », όπως εξηγεί ο Πασκάλ Ρισέ, αρχισυντάκτης της ενημερωτικής ιστοσελίδας Rue89, η οποία δραστηριοποιείται στην « οριζόντια, ανοιχτή, διαδραστική και ανανεούμενη συνδιαλλαγή » με τον αναγνώστη. [6]
Παρ’ ότι μία τέτοια εφαρμογή εμφανίζεται βιώσιμη στο Διαδίκτυο, στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης δημιουργεί πρωτοφανείς περιορισμούς. Καταρχήν, υπάρχει ο κίνδυνος να επέλθει ρήγμα ανάμεσα στους « δημοσιογράφους-ορχήστρες », οι οποίοι παίζουν στα δάχτυλα τις νέες τεχνολογίες, και στους (σπάνιους) επαγγελματίες οι οποίοι έχουν μεγαλύτερη πείρα στην πραγματική έρευνα και στην επαλήθευση γεγονότων παρά στον χειρισμό ψηφιακών δεδομένων.
Δίχως αμφιβολία, η ψηφιακή μεταστροφή είναι αναγκαία για την επιβίωση των « ιστορικών » μέσων ενημέρωσης. Όμως, όπως και στην παραδοσιακή δημοσιογραφία, η προσπάθεια προσέλκυσης του μέγιστου δυνατού κοινού παρουσιάζει πολλαπλές επιπτώσεις.
Τα μέσα ενημέρωσης, αναλαμβάνοντας με τη σειρά τους να διαχέουν εικόνες και να διασπείρουν φήμες -όπως η πρώιμη αναγγελία του θανάτου του τηλεοπτικού παρουσιαστή Πασκάλ Σεβράν, από τον γνωστό δημοσιογράφο Ζαν Πιέρ Ελκαμπάχ στην ιστοσελίδα του Europe 1- υποκύπτουν στο φαινόμενο που ο ίδιος ο Ελκαμπάχ (επικεφαλής πλέον του Lagardere News) ονόμαζε « δικτατορία του συναισθήματος » και « αμεσότητα της εντύπωσης ».
Ο λόγος είναι απλός : οι ενημερωτικοί ιστότοποι στην πλειονότητά τους φοβούνται μήπως χάσουν μέρος του επισκεπτών τους αν δεν υιοθετήσουν το « buzz » [7] και, ως απόρροια, επιδίδονται στην εμπορευματοποίηση της είδησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο τύπος μετατρέπεται σε κινητήριο μοχλό της « βεντετοποίησης-εκλαΐκευσης » της πολιτικής, τάση την οποία ταυτόχρονα στηλιτεύει.
Επιπροσθέτως, το προφίλ της δημοσιογραφίας στο Διαδίκτυο έχει ως φόντο την πλήρη απορύθμιση του επαγγέλματος. Εν μέσω της ακατάπαυστης ροής ειδήσεων, ο επαγγελματίας ο οποίος έχει προσληφθεί για την υπερδραστηριότητά του στο Διαδίκτυο μοιάζει με το φίδι που δαγκώνει την ουρά του : κάνει γνωστό αυτό που γνωρίζει, δείχνει πώς ο ίδιος βλέπει τα πράγματα, αντιδρά σε όλα όσα προκαλούν αντιδράσεις.
Όπως καταμαρτυρεί η αδιάκοπη παρέλαση βίντεο και ειδήσεων -εν πολλοίς ανεκδοτολογικών- στην ιστοσελίδα Lepost.fr της « Le Monde », η ιεράρχηση της πληροφορίας δεν έχει πλέον αντίκρισμα στον κυβερνοχώρο.
Αναμφίβολα, η ερώτηση που ο δημοσιογράφος της ψηφιακής εποχής καλείται να θέσει στον εαυτό του είναι η εξής : « Τι είναι σημαντικό σε αυτή τη μηχανική ροή » ; Ωστόσο, οι εργοδότες εξυμνούν τις νέες αρετές του επαγγέλματος, το οποίο αναζωογονείται χάρη στην επιλογή και δρομολόγηση ποικίλων « περιεχομένων ». Υπό αυτό το πρίσμα, αναμφισβήτητα, ο δημοσιογράφος θυμίζει περισσότερο τροχονόμο παρά οδηγό. Το τρένο του Ίντερνετ δεν περιμένει κανέναν, κανείς, όμως, επίσης δεν γνωρίζει προς τα πού κατευθύνεται.
Παρ’ όλα αυτά, η δημοσιογραφία της ψηφιακής εποχής ευνόησε την εμφάνιση ανεξάρτητων δικτυακών τόπων, οι οποίοι, για παράδειγμα, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αντι-εκστρατεία για το δημοψήφισμα της Ευρωσυνθήκης, το 2005. Έγινε εφικτή, λοιπόν, η ανάδυση διαύλων ενημέρωσης και επικοινωνίας, οι οποίοι προσφέρουν μια εναλλακτική απέναντι στον κυρίαρχο λόγο, αποκλίνουν από τους κανόνες της παθητικής συνέργειας ακόμη και της υποδούλωσης στις καπιταλιστικές, πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις. Η κρίση της εμπορικής δημοσιογραφίας και ο υποβιβασμός της στα μάτια της κοινής γνώμης οφείλονται εν πολλοίς στην άνθηση ενός ελεύθερου και κριτικού λόγου στο Διαδίκτυο. Αλλά η χειραφέτηση θα έχει τη δυναμική να επηρεάσει τις δικτυακές εκδόσεις των μεγάλων μέσων και να ενθαρρύνει τον αντίλογο των δημοσιογράφων τους ;
Δεν είναι καθόλου βέβαιο, δεδομένου του περιορισμού της ελευθερίας έκφρασης από τους μετόχους.
Νέος τόπος, νέοι κανόνες
Για την ακρίβεια, οι ιδιοκτήτες ποντάρουν στη συγκέντρωση μεγαλύτερου κοινού διαμέσου ενημερωτικών ιστοσελίδων κορεσμένων από βίντεο, κομπάζοντας ότι επινόησαν μία « καινούρια δημοσιογραφική γραφή ». Στην πραγματικότητα, προέχει κυρίως να ικανοποιηθεί η ζήτηση σε περιεχόμενο, ώστε να τροφοδοτούνται υπολογιστές συνδεδεμένοι με ευρυζωνικά δίκτυα, σύμφωνα με τη λογική των τηλεπικοινωνιών.
Η εν λόγω διαμόρφωση των ιστοσελίδων, η οποία συχνά υπαγορεύεται από το τεχνικό παράρτημα κάποιας εταιρείας ή ομίλου, παρεκκλίνει από το πλαίσιο της δημοσιογραφίας, ακολουθώντας τον σκληρό κανόνα για μείωση των δαπανών στις έντυπες εκδόσεις. Όσο τα διαφημιστικά έσοδα στο Διαδίκτυο δεν αντισταθμίζουν την πτώση των εσόδων από τις πωλήσεις αντιτύπων, αυτό φαίνεται ότι θα είναι το αντίτιμο.
Στην ψηφιακή συμπίεση δεδομένων αντιστοιχεί η δημοσιογραφική « συμπίεση ». Τον Μάιο του 2007, ο όμιλος Hearst ανακοίνωσε την περικοπή εκατό θέσεων εργασίας στη « San Francisco Chronicle » για να λανσάρει, έξι μήνες αργότερα, μία υπηρεσία βίντεο χρηματοδοτούμενη από τα διαφημιστικά έσοδα της ιστοσελίδας της εφημερίδας.
« Εκείνοι που φεύγουν είναι δημοσιογράφοι εξαιρετικά ικανοί οι οποίοι επιδίδονται στην έρευνα και στην ανάδειξη της αλήθειας, σε καθεστώς πλήρους ανεξαρτησίας, δίχως φόβο ούτε μεροληψία », επισημαίνει ο Νιλ Χένρι, καθηγητής δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ. Οι απολύσεις έχουν πολλαπλασιαστεί στις αμερικανικές εφημερίδες : διακόσιοι συντάκτες απολύθηκαν στη « Mercury News » του Σαν Χοσέ, εκατό στη « New York Times », εκατό στην « Union Tribune » του Σαν Ντιέγκο. Από το 2000, η ομάδα συντακτών της « Los Angeles Times » μειώθηκε σε επτακόσια άτομα από χίλια διακόσια.
Αντί για δημοσιογράφους, οι εργοδότες του τύπου προτιμούν πλέον εργαζόμενους ικανούς να προσελκύουν συμμετοχικά ακροατήρια. Η βιομηχανία των « απόψεων με το κιλό » φαίνεται ότι έχει πλέον λαμπρό μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου